περιγλύφω

περιγλύφω
ΝΜΑ
διακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφα
μσν.-αρχ.
αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρα
αρχ.
1. κάνω κάτι κοίλο
2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω
3. παθ. περιγλύφομαι
διακοσμούμαι, καλλωπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίγλυφος — η, ο / περίγλυφος, ον, ΝΑ [περιγλύφω] νεοελλ. αυτός που είναι διακοσμημένος ολόγυρα με γλυπτές παραστάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίγλυφον σχήμα ή μορφή γλυπτή κυκλικά, γύρω γύρω («φοίνικες καὶ περίγλυφα ἐγκύπτοντα τῷ ἐσωτέρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • περίγλυψις — εως, ἡ, Α [περιγλύφω]·1. η κοπή γύρω γύρω 2. εκτομή, αποκοπή …   Dictionary of Greek

  • περιγλυφή — ἡ, ΜΑ [περιγλύφω] αποφλοίωση, απολέπιση, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”