- περιγλύφω
- ΝΜΑδιακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφαμσν.-αρχ.αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρααρχ.1. κάνω κάτι κοίλο2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω3. παθ. περιγλύφομαιδιακοσμούμαι, καλλωπίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.